κυστεοσκόπηση

κυστεοσκόπηση
Μέθοδος εξέτασης με τη βοήθεια ενδοσκοπίου που επιτρέπει τη διερεύνηση του εσωτερικού της ουροδόχου κύστης, δηλαδή την εξέταση των τοιχωμάτων της, της διαμόρφωσής της, των ενδεχόμενων αλλοιώσεων και παραμορφώσεών της, που μπορεί να οφείλονται σε παθολογικές διεργασίες της ίδιας ή των γειτονικών οργάνων. Η κ. είναι μια από τις παλαιότερες και πιο σημαντικές μορφές ενδοσκόπησης. Εκτελείται με το κυστεοσκόπιο, όργανο που έχει σχήμα μεταλλικού καθετήρα και είναι εξοπλισμένο με ένα οπτικό και ένα φωτιστικό σύστημα, το οποίο εισάγεται από την ουρήθρα στην κύστη του ατόμου που εξετάζεται. Υπάρχουν πολυάριθμοι τύποι κυστεοσκοπίων, όπως άμεσης παρατήρησης, έμμεσης παρατήρησης, δηλαδή με ειδικά οπτικά συστήματα που επιτρέπουν την ακριβή παρατήρηση κάθε σημείου της κύστης και, τέλος τα εγχειρητικά κυστεοσκόπια. Στα τελευταία προσαρμόζονται όργανα που επιτρέπουν την ενδοσκοπική εκτέλεση επεμβάσεων, όπως βιοψίες, αφαίρεση λίθων, ηλεκτροκαυτηρίαση και αφαίρεση νεοπλασμάτων. Η κ. δεν παρουσιάζει κινδύνους για τον εξεταζόμενο, αν εκτελεστεί από πεπειραμένο άτομο με τις απαραίτητες προφυλάξεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυστεοσκοπία — ή κυστεοσκόπηση, η ιατρ. εξέταση τής ουροδόχου κύστεως με κυστεοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystoscopie < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + scopie < σκοπία < σκοπος < σκοποῦμαι «εξετάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κυστεοσκοπικός — ή, ό ιατρ. σχετικός με την κυστεοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystoscopique < γαλλ. cystoscopie «κυστεοσκοπία»] …   Dictionary of Greek

  • χρωμοκυστεοσκοπία — η, Ν ιατρ. κυστεοσκοπικός έλεγχος τής νεφρικής λειτουργίας ύστερα από ένεση χρωστικής, που αποβάλλεται από τους νεφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chromocystoscopie (< χρώμα + κυστεοσκοπία* / κυστεοσκόπηση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”